- Σειληνούς
- Σειληνόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
επιφρίσσω — ἐπιφρίσσω και αττ. τ. ἐπιφρίττω (AM) [φρίσσω] έχω τραχιά επιφάνεια, γίνομαι τραχύς, ανατριχιάζω («Σειληνούς πολιῇσιν ἐπιφρίσσοντες ἐθείραις», Νόνν.) αρχ. 1. (για θάλασσα) κάνω να κυμαίνεται ελαφρά, να ρυτιδώνεται … Dictionary of Greek
χορταίος — αία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χόρτο, στο περιβόλι, στον κήπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χορταία (ενν. γῆ) βοσκότοπος, λιβάδι 3. φρ. «χιτὼν χορταῑος» i) τριχωτό και τραχύ ένδυμα (Αριστοφ.) ii) τριχωτός χιτώνας από δέρμα, τον οποίο… … Dictionary of Greek
Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κανελλοπούλου — Η συλλογή του Παύλου και της Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου στεγάζεται από το 1976 σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο του τέλους του 19ου αι. στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης (οδός Θεωρίας & Πανός, Πλάκα). Αυτή η πολύ σημαντική συλλογή έργων τέχνης… … Dictionary of Greek